- πλατυπόρφυρος
- -ον, Α(για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά πορφυρή ταινία ή αυτός που έχει πλατιά παρυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ-* + πορφυρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατυπόρφυρον — πλατυπόρφυρος with broad purple border masc/fem acc sg πλατυπόρφυρος with broad purple border neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυπόρφυρα — πλατυπόρφυρος with broad purple border neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek